προφυλακιστέος

προφυλακιστέος
-α, -ο
αυτός που πρέπει να προφυλακιστεί: Κρίθηκε προφυλακιστέος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προφυλακιστέος — α, ο, Ν βλ. προφυλακίζω …   Dictionary of Greek

  • προφυλακίζω — Ν 1. φυλακίζω με δικαστική απόφαση έναν κατηγορούμενο ώσπου να διεξαχθεί η δίκη του 2. (ρηματ. επίθ.) προφυλακιστέος, α, ο (στη φρ.) «κρίνεται [ή κρίθηκε] προφυλακιστέος» αποφασίζεται ή αποφασίστηκε από την αρμόδια δικαστική αρχή ότι ο… …   Dictionary of Greek

  • -τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”